Accaparés en grec
Traduction: accaparés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μονοπωλείται, μονοπωλούσε, μονοπώλησε, μονοπωλούνται, μονοπωλεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accaparés
accaparer définition, accaparés antonymes, accaparés grammaire, accaparés mots croisés, accaparés signification, accaparés dictionnaire de langue grec, accaparés en grec
Traductions
- accaparée en grec - μονοπωλείται, μονοπωλούσε, μονοπώλησε, μονοπωλούνται, μονοπωλεί
- accaparées en grec - μονοπωλείται, μονοπωλούσε, μονοπώλησε, μονοπωλούνται, μονοπωλεί
Mots aléatoires
Accaparés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μονοπωλείται, μονοπωλούσε, μονοπώλησε, μονοπωλούνται, μονοπωλεί
Traductions: μονοπωλείται, μονοπωλούσε, μονοπώλησε, μονοπωλούνται, μονοπωλεί