Accidenté en grec
Traduction: accidenté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μονός, άνισος, σκληρός, τραχύς, πρόχειρος, κουρελιασμένος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accidenté
accident de voiture, accidenté a vendre, accidenté antonyme, accidenté antonymes, accidenté belgique, accidenté dictionnaire de langue grec, accidenté en grec
Traductions
- accidenter en grec - παραλλάζω, βλάβη, ζημιά, ποικίλλω, βλάπτω, ACCIDENTER
- accidents en grec - ατυχήματα, ατυχημάτων, ατυχήματος, τα ατυχήματα, των ατυχημάτων
- accidentée en grec - επιτηδευμένος, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
- accise en grec - ειδικούς φόρους κατανάλωσης, Κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, φόροι κατανάλωσης
Mots aléatoires
Accidenté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μονός, άνισος, σκληρός, τραχύς, πρόχειρος, κουρελιασμένος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Traductions: μονός, άνισος, σκληρός, τραχύς, πρόχειρος, κουρελιασμένος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα