Accommoder en grec
Traduction: accommoder, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κανονίζω, ντύνω, διασκευάζω, προμηθεύω, φόρεμα, επιβάλλω, θεσπίζω, εξυπηρετώ, τακτοποιώ, διαιτητεύω, προσαρμόζω, ντύνομαι, επιπλώνω, στεγάζω, φιλοξενήσει, φιλοξενήσουν, φιλοξενούν, να φιλοξενήσει, να φιλοξενήσουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accommoder
accommoder antonymes, accommoder conjugaison, accommoder des pâtes, accommoder grammaire, accommoder larousse, accommoder dictionnaire de langue grec, accommoder en grec
Traductions
- accommodement en grec - ίδρυση, διευθέτηση, μηχάνημα, στέγαση, άνεση, συμβιβάζω, οικισμός, ...
- accommodent en grec - εξυπηρετώ, στεγάζω, φιλοξενήσει, φιλοξενήσουν, φιλοξενούν, να φιλοξενήσει, να φιλοξενήσουν
- accommodez en grec - εξυπηρετώ, στεγάζω, Ανταποκριθείτε, Φιλοξενούν, Ανταποκριθείτε στις, φιλοξενήσει, φιλοξενήσουν
- accommodons en grec - στεγάζω, εξυπηρετώ
Mots aléatoires
Accommoder en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κανονίζω, ντύνω, διασκευάζω, προμηθεύω, φόρεμα, επιβάλλω, θεσπίζω, εξυπηρετώ, τακτοποιώ, διαιτητεύω, προσαρμόζω, ντύνομαι, επιπλώνω, στεγάζω, φιλοξενήσει, φιλοξενήσουν, φιλοξενούν, να φιλοξενήσει, να φιλοξενήσουν
Traductions: κανονίζω, ντύνω, διασκευάζω, προμηθεύω, φόρεμα, επιβάλλω, θεσπίζω, εξυπηρετώ, τακτοποιώ, διαιτητεύω, προσαρμόζω, ντύνομαι, επιπλώνω, στεγάζω, φιλοξενήσει, φιλοξενήσουν, φιλοξενούν, να φιλοξενήσει, να φιλοξενήσουν