Acquérant en grec

Traduction: acquérant, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
την απόκτηση, απόκτησης, αποκτώντας, απόκτηση, αποκτά
Acquérant en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): acquérant

acquérant acquéreur, acquérant antonymes, acquérant conjugaison, acquérant français, acquérant grammaire, acquérant dictionnaire de langue grec, acquérant en grec

Traductions

  • acquittés en grec - καταβάλλεται, που καταβάλλονται, καταβάλλονται, καταβληθεί, καταβλήθηκε
  • acquièrent en grec - αποκτώ, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει
  • acquéreur en grec - αγοραστής, Αγοραστή, του Αγοραστή, Αγοράστρια, παραγγελιοδότη
  • acquérir en grec - καταφέρω, φτάνω, προέρχομαι, κέρδος, κατορθώνω, παίρνω, προμηθεύομαι, ...
Mots aléatoires
Acquérant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: την απόκτηση, απόκτησης, αποκτώντας, απόκτηση, αποκτά