Autoriser en grec
Traduction: autoriser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εξουσιοδοτώ, παραγγέλλω, τιτλοφορώ, ενοικιάζομαι, υποθέτω, εισάγω, άδεια, διαπιστεύω, συγκατανεύω, επιτρέπω, ένταλμα, εξουσιοδότηση, προκρίνομαι, παραδέχομαι, αφήνω, παραγγελία, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): autoriser
autoriser acces iphone, autoriser antonymes, autoriser cookies, autoriser cookies chrome, autoriser de, autoriser dictionnaire de langue grec, autoriser en grec
Traductions
- autorise en grec - εξουσιοδοτεί, επιτρέπει, εγκρίνει, ΕΓΚΡΙΝΕΙ, επιτρέπει στα
- autorisent en grec - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
- autorisez en grec - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
- autorisons en grec - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Mots aléatoires
Autoriser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εξουσιοδοτώ, παραγγέλλω, τιτλοφορώ, ενοικιάζομαι, υποθέτω, εισάγω, άδεια, διαπιστεύω, συγκατανεύω, επιτρέπω, ένταλμα, εξουσιοδότηση, προκρίνομαι, παραδέχομαι, αφήνω, παραγγελία, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Traductions: εξουσιοδοτώ, παραγγέλλω, τιτλοφορώ, ενοικιάζομαι, υποθέτω, εισάγω, άδεια, διαπιστεύω, συγκατανεύω, επιτρέπω, ένταλμα, εξουσιοδότηση, προκρίνομαι, παραδέχομαι, αφήνω, παραγγελία, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν