Banal en grec
Traduction: banal, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πεζός, πεδιάδα, παρακρατώ, ανεπίσημος, χυδαίος, κοινός, τετριμμένος, κάμπος, ασήμαντος, πρόστυχος, χαρακτηριστικός, βάναυσος, συνηθισμένος, σκέτος, μπαγιάτικος, σκέτο, κοινότυπο, μπανάλ, κοινότοπο, κοινότοπη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): banal
banal antonyme, banal antonymes, banal banaux, banal en anglais, banal fantasy, banal dictionnaire de langue grec, banal en grec
Traductions
- bambou en grec - μπαμπού, από μπαμπού, το μπαμπού, bamboo
- ban en grec - επευφημία, απαγορεύω, απαγόρευση, διαφήμιση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγόρευσης, ...
- banalisation en grec - απλοποίηση, ευτελισμός, ευτελισμό
- banaliser en grec - κάνει, κάνουν, να, κάνετε, καθιστούν
Mots aléatoires
Banal en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πεζός, πεδιάδα, παρακρατώ, ανεπίσημος, χυδαίος, κοινός, τετριμμένος, κάμπος, ασήμαντος, πρόστυχος, χαρακτηριστικός, βάναυσος, συνηθισμένος, σκέτος, μπαγιάτικος, σκέτο, κοινότυπο, μπανάλ, κοινότοπο, κοινότοπη
Traductions: πεζός, πεδιάδα, παρακρατώ, ανεπίσημος, χυδαίος, κοινός, τετριμμένος, κάμπος, ασήμαντος, πρόστυχος, χαρακτηριστικός, βάναυσος, συνηθισμένος, σκέτος, μπαγιάτικος, σκέτο, κοινότυπο, μπανάλ, κοινότοπο, κοινότοπη