Concorder en grec
Traduction: concorder, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σκώμμα, συμφωνία, ανακόπτω, συνταιριάζω, αντιστοιχώ, ομόνοια, ανταποκρίνομαι, συμφωνώ, αμπάρι, σπίρτο, καταμετρώ, καρέ, αναχαιτίζω, αποδέχομαι, σταματώ, αρμονία, συμφωνούμε, συγκλίνουν, συμφωνούν, συμφωνήσω
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): concorder
concerner anglais, concerter def, concorder antonyme, concorder antonymes, concorder avec, concorder dictionnaire de langue grec, concorder en grec
Traductions
- concordat en grec - διευθέτηση, ετοιμασία, τακτοποίηση, διακανονισμός, εκκλησιαστικό σύμφωνο, κονκορδάτο, Κονκορδάτου, ...
- concorde en grec - συναίνεση, ενότητα, ομόνοια, συναυλία, συμμόρφωση, μελωδία, κουρδίζω, ...
- concourant en grec - συμβάλλοντας, συνεισφέροντας, συμβάλλουν, συμβάλλει, συμβολή
- concourent en grec - διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
Mots aléatoires
Concorder en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σκώμμα, συμφωνία, ανακόπτω, συνταιριάζω, αντιστοιχώ, ομόνοια, ανταποκρίνομαι, συμφωνώ, αμπάρι, σπίρτο, καταμετρώ, καρέ, αναχαιτίζω, αποδέχομαι, σταματώ, αρμονία, συμφωνούμε, συγκλίνουν, συμφωνούν, συμφωνήσω
Traductions: σκώμμα, συμφωνία, ανακόπτω, συνταιριάζω, αντιστοιχώ, ομόνοια, ανταποκρίνομαι, συμφωνώ, αμπάρι, σπίρτο, καταμετρώ, καρέ, αναχαιτίζω, αποδέχομαι, σταματώ, αρμονία, συμφωνούμε, συγκλίνουν, συμφωνούν, συμφωνήσω