Déchirer en grec
Traduction: déchirer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διάλειμμα, τράνταγμα, σχίζω, μοίρα, θλάση, τράβηγμα, κόπανος, διάλλειμα, σπάζω, διχοτομία, τραβώ, σκίζω, θραύση, μοιράζω, δάκρυ, κλονισμός, ξήλωμα, ξεσκίζω, ΠΕΕ, rip
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): déchirer
déchirer anglais, déchirer antonymes, déchirer conjugaison, déchirer en anglais, déchirer espagnol, déchirer dictionnaire de langue grec, déchirer en grec
Traductions
- déchirement en grec - σχίζω, αποσπώ, στραμπουλίζω, δάκρυ, σκίζω, σχίσιμο, σχίσει, ...
- déchirements en grec - σκασίλα, heartbreak, ερωτική απογοήτευση, σπαραγμό, σπαραγμού
- déchirure en grec - ρωγμή, ενοίκιο, ράγισμα, νοίκι, διαρροή, διαρρέω, μοίρα, ...
- déchoient en grec - φθορά, παρακμάζω, σαπίζω, παρακμή
Mots aléatoires
Déchirer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διάλειμμα, τράνταγμα, σχίζω, μοίρα, θλάση, τράβηγμα, κόπανος, διάλλειμα, σπάζω, διχοτομία, τραβώ, σκίζω, θραύση, μοιράζω, δάκρυ, κλονισμός, ξήλωμα, ξεσκίζω, ΠΕΕ, rip
Traductions: διάλειμμα, τράνταγμα, σχίζω, μοίρα, θλάση, τράβηγμα, κόπανος, διάλλειμα, σπάζω, διχοτομία, τραβώ, σκίζω, θραύση, μοιράζω, δάκρυ, κλονισμός, ξήλωμα, ξεσκίζω, ΠΕΕ, rip