Déduction en grec
Traduction: déduction, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαφωνία, συμπέρασμα, επαγωγή, συμπεραίνω, επιχείρημα, συλλογισμός, έκπτωση, λήξη, συλλογιστικός, λογομαχία, τέλος, αφαίρεση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): déduction
deduction impots, déduction antonymes, déduction définition, déduction fiscale, déduction fiscale dons, déduction dictionnaire de langue grec, déduction en grec
Traductions
- déductible en grec - εκπίπτουν, εκπεστέα, εκπεστέες, εκπεστέος, εκπεστέο
- déductif en grec - επαγωγικός, αφαιρετικής, απαγωγική, επαγωγική, απαγωγικό
- déduire en grec - μαζεύομαι, προβλήτα, αποβάθρα, παράγομαι, μετρώ, μαζεύω, συμπεραίνομαι, ...
- déduis en grec - συνάγω, συμπεραίνω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Mots aléatoires
Déduction en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαφωνία, συμπέρασμα, επαγωγή, συμπεραίνω, επιχείρημα, συλλογισμός, έκπτωση, λήξη, συλλογιστικός, λογομαχία, τέλος, αφαίρεση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως
Traductions: διαφωνία, συμπέρασμα, επαγωγή, συμπεραίνω, επιχείρημα, συλλογισμός, έκπτωση, λήξη, συλλογιστικός, λογομαχία, τέλος, αφαίρεση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως