Démesuré en grec
Traduction: démesuré, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υπερβολή, υπερβολικής, υπερβολικός, υπερβολικός χαρακτήρας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): démesuré
démesure antonymes, démesure citation, démesure def, démesure définition philosophique, démesure en grec, démesuré dictionnaire de langue grec, démesuré en grec
Traductions
- démentons en grec - διαψεύδω, αντιλέγω, αντιφάσκω, αποποιούνται, αποποιουνται, παρόντος αποποιούνται, αποποιούνται του, ...
- démesuré en grec - πλεόνασμα, υπεράριθμος, περίσσευμα, τεράστιος, υπερβολικός, πλεονάζων, τεράστια, ...
- démet en grec - παραιτηθεί, παραιτείται, παραίτησης, παραιτηθεί καθώς, υποβάλλει την παραίτησή
Mots aléatoires
Démesuré en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υπερβολή, υπερβολικής, υπερβολικός, υπερβολικός χαρακτήρας
Traductions: υπερβολή, υπερβολικής, υπερβολικός, υπερβολικός χαρακτήρας