Entrave en grec
Traduction: entrave, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μπάρα, στένωση, εμπόδιο, φράγμα, φραγμός, παρακώλυση, στηρίγματα, παρεμβολή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): entrave
delit entrave, définition entrave, entrave antonymes, entrave au droit de grève, entrave chsct, entrave dictionnaire de langue grec, entrave en grec
Traductions
- entrain en grec - εκτινάσσομαι, σφρίγος, ζωντάνια, δραστηριότητα, χαρά, προθυμία, διασκέδαση, ...
- entrant en grec - εισερχόμενος, Εισερχόμενες, Εισερχόμενη, Incoming, Εισερχόμενης
- entraver en grec - εμποδίζω, φρένο, περιορίζω, παρακωλύω, στηρίγματα, χωλαίνω, σύσπαση, ...
- entraves en grec - δεσμά, χειροπέδες, αγκύλια, τα δεσμά, αλυσίδες
Mots aléatoires
Entrave en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μπάρα, στένωση, εμπόδιο, φράγμα, φραγμός, παρακώλυση, στηρίγματα, παρεμβολή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Traductions: μπάρα, στένωση, εμπόδιο, φράγμα, φραγμός, παρακώλυση, στηρίγματα, παρεμβολή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής