Excéder en grec
Traduction: excéder, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σταυρός, βηματίζω, κορυφή, περνώ, διασχίζω, δρασκελίζω, γέμισμα, στενά, υπερβαίνω, βήμα, πέρασμα, υπερακοντίζω, παραβαίνω, ξεπερνώ, κυκλοφορώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): excéder
excéder antonymes, excéder conjugaison, excéder contraire, excéder dictionnaire, excéder en anglais, excéder dictionnaire de langue grec, excéder en grec
Traductions
- excédent en grec - ξεχειλίζω, πλεόνασμα, κορεσμός, περίσσευμα, υπερχείλιση, πλεονάσματος, πλεονασματική, ...
- excédentaire en grec - πλεονάζων, υπεράριθμος, πλεόνασμα, περίσσευμα, υπερβολικός, υπέρβαση, υπερβολή, ...
- excédez en grec - υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
- excédons en grec - υπερβαίνω, ξεπερνώ
Mots aléatoires
Excéder en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σταυρός, βηματίζω, κορυφή, περνώ, διασχίζω, δρασκελίζω, γέμισμα, στενά, υπερβαίνω, βήμα, πέρασμα, υπερακοντίζω, παραβαίνω, ξεπερνώ, κυκλοφορώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Traductions: σταυρός, βηματίζω, κορυφή, περνώ, διασχίζω, δρασκελίζω, γέμισμα, στενά, υπερβαίνω, βήμα, πέρασμα, υπερακοντίζω, παραβαίνω, ξεπερνώ, κυκλοφορώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το