Faciliter en grec
Traduction: faciliter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απλοποιώ, άνεση, καταπραΰνω, διευκολύνω, επιτρέπω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): faciliter
faciliter antonyme, faciliter antonymes, faciliter cicatrisation, faciliter digestion, faciliter en anglais, faciliter dictionnaire de langue grec, faciliter en grec
Traductions
- facilite en grec - άνεση, καταπραΰνω, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
- facilitent en grec - διευκολύνω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
- facilitez en grec - διευκολύνω, καθιστούν εύκολη, να είναι εύκολο, διευκολύνουν, καθιστούν εύκολο, που καθιστούν εύκολη
- facilitons en grec - διευκολύνω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
Mots aléatoires
Faciliter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απλοποιώ, άνεση, καταπραΰνω, διευκολύνω, επιτρέπω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
Traductions: απλοποιώ, άνεση, καταπραΰνω, διευκολύνω, επιτρέπω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η