Fixé en grec
Traduction: fixé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
οριστικά, καθορισμένος, ήρεμος, γαλήνιος, εταιρία, σταθερός, εδραίος, ακίνητος, τοποθετώ, Σταθερή, Σταθερό, Μόνιμα, Διορθώθηκε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fixé
fixe 1789, fixe antonymes, fixe belgique, fixe chantilly, fixe chaussette, fixé dictionnaire de langue grec, fixé en grec
Traductions
- fixation en grec - εδραίωση, δέσιμο, οικισμός, περιβάλλον, δεσμευτικός, στερέωση, στερέωσης, ...
- fixations en grec - συνημμένα, συνημμένων, εξαρτήματα, τα συνημμένα, προσκολλήσεις
- fixement en grec - σταθερά, στέρεα, σταθερώς, είναι σταθερά, στερεώνεται
- fixent en grec - φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Mots aléatoires
Fixé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: οριστικά, καθορισμένος, ήρεμος, γαλήνιος, εταιρία, σταθερός, εδραίος, ακίνητος, τοποθετώ, Σταθερή, Σταθερό, Μόνιμα, Διορθώθηκε
Traductions: οριστικά, καθορισμένος, ήρεμος, γαλήνιος, εταιρία, σταθερός, εδραίος, ακίνητος, τοποθετώ, Σταθερή, Σταθερό, Μόνιμα, Διορθώθηκε