Ils en grec
Traduction: ils, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αυτά, αυτές, αυτούς, αυτοί, που, ότι, να, τους
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ils
ainsi soient ils, ils antonymes, ils baisent, ils boivent, ils croivent, ils dictionnaire de langue grec, ils en grec
Traductions
- illégitime en grec - νόθος, παράνομη, παράνομες, παράνομο, παράνομου
- illégitimité en grec - αθέμιτο, παρανομία, νοθεία, μη νομιμότητα, παρανομίας
- image en grec - σύμβολο, σύκα, αριθμός, ομοιότητα, εικονογράφηση, σχηματίζω, εμπριμέ, ...
- images en grec - εικόνες, εικόνων, απεικόνιση, απεικόνισης, καλολογικά
Mots aléatoires
Ils en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αυτά, αυτές, αυτούς, αυτοί, που, ότι, να, τους
Traductions: αυτά, αυτές, αυτούς, αυτοί, που, ότι, να, τους