Inclinaison en grec
Traduction: inclinaison, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καταγωγή, βαθμολογώ, κατηφορίζω, πλευρά, εκπίπτω, ξεπεσμός, άπαχος, μόδα, προκατάληψη, πλαγιά, τάση, πέφτω, γέρνω, λοξότητα, βουτώ, μεριά, κλίση, κλίσης, tilt, κλίσεως, την κλίση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): inclinaison
inclinaison antonymes, inclinaison de la terre, inclinaison définition, inclinaison en anglais, inclinaison grammaire, inclinaison dictionnaire de langue grec, inclinaison en grec
Traductions
- inclina en grec - σκυφτός, υποκλίθηκε, έσκυψε, υπέκυψε, προσκύνησε
- inclinai en grec - σκυφτός, υποκλίθηκε, έσκυψε, υπέκυψε, προσκύνησε
- inclinant en grec - κλίση, κλίσης, ανατροπής, ανάκλισης, γέρνοντας
- inclination en grec - γέρνω, διάθεση, βαθμολογώ, κλίνω, βουτώ, ροπή, τάση, ...
Mots aléatoires
Inclinaison en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καταγωγή, βαθμολογώ, κατηφορίζω, πλευρά, εκπίπτω, ξεπεσμός, άπαχος, μόδα, προκατάληψη, πλαγιά, τάση, πέφτω, γέρνω, λοξότητα, βουτώ, μεριά, κλίση, κλίσης, tilt, κλίσεως, την κλίση
Traductions: καταγωγή, βαθμολογώ, κατηφορίζω, πλευρά, εκπίπτω, ξεπεσμός, άπαχος, μόδα, προκατάληψη, πλαγιά, τάση, πέφτω, γέρνω, λοξότητα, βουτώ, μεριά, κλίση, κλίσης, tilt, κλίσεως, την κλίση