Régénérant en grec
Traduction: régénérant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναγέννησης, Αναπλαστικές, αναγεννητική, αναγεννήσεως, επαναδημιουργίας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): régénérant
régénérant antonymes, régénérant cellulaire, régénérant du foie, régénérant en anglais, régénérant fap, régénérant dictionnaire de langue grec, régénérant en grec
Traductions
- régénéra en grec - αναγεννημένη, αναγεννηθεί, αναγεννημένης, αναγεννάται, αναγεννηθούν
- régénérateur en grec - αναγεννητικός, αναγεννητική, αναγεννητικής, αναγέννησης, αναγεννητικές
- régénération en grec - αναγέννηση, ανάρρωση, αναγέννησης, την αναγέννηση, ανάπλαση, αναγεννήσεως
Mots aléatoires
Régénérant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναγέννησης, Αναπλαστικές, αναγεννητική, αναγεννήσεως, επαναδημιουργίας
Traductions: αναγέννησης, Αναπλαστικές, αναγεννητική, αναγεννήσεως, επαναδημιουργίας