Susceptible en grec
Traduction: susceptible, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τρυφερός, λεπτός, γλιστερός, ευερέθιστος, ευέξαπτος, οξύθυμος, μαλθακός, μαλακός, εύθικτος, ευαίσθητος, φίνος, ολισθηρός, επιδεκτικός, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): susceptible
definition susceptible, définition de susceptible, définition susceptible, etre susceptible, je suis susceptible, susceptible dictionnaire de langue grec, susceptible en grec
Traductions
- sus-jacent en grec - υπερκείμενη, υπερκείμενων, υπερκείμενες, υπερκείμενης, υπερκείμενο
- susceptibilité en grec - ευαισθησία, ευπάθεια, ευαισθησίας, επιδεκτικότητα, επιδεκτικότητας
- susciter en grec - ανατρέφω, δημιουργώ, ξεσηκώνω, αναπτύσσομαι, εμπνέω, έμψυχος, υψώνω, ...
- suscription en grec - επιγραφή, κατεύθυνση, διεύθυνση, τίτλος, απευθύνω, λεζάντα, εγχάραξη, ...
Mots aléatoires
Susceptible en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τρυφερός, λεπτός, γλιστερός, ευερέθιστος, ευέξαπτος, οξύθυμος, μαλθακός, μαλακός, εύθικτος, ευαίσθητος, φίνος, ολισθηρός, επιδεκτικός, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή
Traductions: τρυφερός, λεπτός, γλιστερός, ευερέθιστος, ευέξαπτος, οξύθυμος, μαλθακός, μαλακός, εύθικτος, ευαίσθητος, φίνος, ολισθηρός, επιδεκτικός, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή