An στα ελληνικά
Μετάφραση: an, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένας, μία, ένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amusingly στα ελληνικά - διασκεδαστικά, ψυχαγωγικό, περιπαικτικά, με ψυχαγωγικό
- amylase στα ελληνικά - αμυλάση, αμυλάσης, της αμυλάσης, αμυλάσης του, αμυλάσης που
- anabolic στα ελληνικά - αναβολικά, αναβολική, αναβολικών, αναβολικό, αναβολικές
- anabolism στα ελληνικά - αναβολισμός, αναβολισμό, αναβολισμού, τον αναβολισμό, του αναβολισμού
Τυχαίες λέξεις
An στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένας, μία, ένα
Μεταφράσεις: ένας, μία, ένα