Bewilderment στα ελληνικά
Μετάφραση: bewilderment, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύγχυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bewildering στα ελληνικά - σύγχυση, γεμίζοντάς, απίστευτη, σύγχυσης, συγχέοντας
- bewilders στα ελληνικά - μπερδεύει
- bewitch στα ελληνικά - θέλγω
Τυχαίες λέξεις
Bewilderment στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύγχυση
Μεταφράσεις: σύγχυση