Inept στα ελληνικά

Μετάφραση: inept, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδέξιος, ανίκανος
Inept στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abbess στα ελληνικά - ηγουμένη, ηγουμένη την, η ηγουμένη, ηγουμένης, Γερόντισσα
  • abrading στα ελληνικά - τριβή, απόξεσης, εκτριβής, εκτριβή, αποξεστική
  • bathymetry στα ελληνικά - βυθομετρίας, βαθυμετρίας, βαθυμετρία, τη βαθυμετρία, η βαθυμετρία
  • certainty στα ελληνικά - βεβαιότητα
Τυχαίες λέξεις
Inept στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδέξιος, ανίκανος