Let στα ελληνικά

Μετάφραση: let, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοικιάζομαι, αφήνω
Let στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alphorn στα ελληνικά - Alphorn
  • binocularly στα ελληνικά - διόφθαλμα, διοπτρικό, ένα διοπτρικό, ένα διοπτρικό αντικείμενο, διοπτρικό αντικείμενο
  • brand-name στα ελληνικά - επώνυμη, επώνυμα, επώνυμων, διακριτικό τίτλο
  • callosity στα ελληνικά - τύλωμα, σκλήρωμα
Τυχαίες λέξεις
Let στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, αφήνω