Loan στα ελληνικά

Μετάφραση: loan, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανεισμός, δάνειο
Loan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anymore στα ελληνικά - πια, πλέον, άλλο
  • approaches στα ελληνικά - προσεγγίσεις, προσεγγίσεων, προσεγγίσεις για, προσεγγίσεις που, προσέγγιση
  • awkward στα ελληνικά - ατζαμής, αδέξιος, δύσκολη, αμήχανη, αδέξιο, αδέξια
  • casting-on στα ελληνικά - χύτευση, χύτευσης, χυτεύσεως, τη χύτευση, casting
Τυχαίες λέξεις
Loan στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανεισμός, δάνειο