Provide στα ελληνικά

Μετάφραση: provide, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, προνοώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Provide στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apiculturist στα ελληνικά - μελισσοκόμος
  • astrophysicists στα ελληνικά - αστροφυσικοί, οι αστροφυσικοί, αστροφυσικούς, αστροφυσικών, τους αστροφυσικούς
  • banner-bearer στα ελληνικά - banner, Διαφήμιση, πανό, σημαία, λάβαρο
Τυχαίες λέξεις
Provide στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, προνοώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή