Thicken στα ελληνικά

Μετάφραση: thicken, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πήζω, πυκνώνω, δένω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Thicken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • annexes στα ελληνικά - παραρτήματα, παραρτημάτων, Τα παραρτήματα, παραρτήματά, των παραρτημάτων
  • aqualung στα ελληνικά - μπουκάλα οξυγόνου, αναπνευστήρα
  • canons στα ελληνικά - κανόνια, κανόνες, τα κανόνια
Τυχαίες λέξεις
Thicken στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πήζω, πυκνώνω, δένω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει