Wretched στα ελληνικά
Μετάφραση: wretched, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελεεινός, πενιχρός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apprehended στα ελληνικά - συλλαμβάνονται, συλλαμβάνεται, συλληφθεί, που συλλαμβάνονται, συνελήφθησαν
- calibrated στα ελληνικά - βαθμονομηθεί, βαθμονομημένη, βαθμονομημένο, βαθμονομείται, βαθμονομούνται
Τυχαίες λέξεις
Wretched στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελεεινός, πενιχρός
Μεταφράσεις: ελεεινός, πενιχρός