Bon στα ελληνικά
Μετάφραση: bon, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθρωπιστικός, διορθώνω, ζεστός, καλός, ήπιος, νόστιμος, πλεονεκτικός, πηγάδι, ευπρεπής, δεξιός, ευοίωνος, προσηνής, ψιλή, ευγενικός, ωραίος, ευγενικά, καλή, καλό, καλής, καλές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bomber στα ελληνικά - διογκώνω, βομβαρδιστικό, βομβιστής, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
- bombé στα ελληνικά - κυρτής, καμπυλωτά, κυρτή, κυρτωμένο, κυρτού
- bonbon στα ελληνικά - γλυκός, καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
Τυχαίες λέξεις
Bon στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθρωπιστικός, διορθώνω, ζεστός, καλός, ήπιος, νόστιμος, πλεονεκτικός, πηγάδι, ευπρεπής, δεξιός, ευοίωνος, προσηνής, ψιλή, ευγενικός, ωραίος, ευγενικά, καλή, καλό, καλής, καλές
Μεταφράσεις: ανθρωπιστικός, διορθώνω, ζεστός, καλός, ήπιος, νόστιμος, πλεονεκτικός, πηγάδι, ευπρεπής, δεξιός, ευοίωνος, προσηνής, ψιλή, ευγενικός, ωραίος, ευγενικά, καλή, καλό, καλής, καλές