Peau στα ελληνικά
Μετάφραση: peau, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, κρούστα, γδέρνω, τρίχωμα, προβιά, γούνα, κλίμακας, κόρα, ξύσμα, κέλυφος, κλιμάκωση, φλούδα, δέρμα, ξεφλουδίζω, καύκαλο, δερμάτινος, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accablent στα ελληνικά - συνωστισμός, συνθλίβω, ζουλώ, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ...
- anémone στα ελληνικά - ανεμώνη, Anemone, ανεμώνης, ανεμώνες, ανεμώνα
- arborant στα ελληνικά - ανύψωση, κουραστικός, φορώντας, φοράει, φορούν, φορούσε
- chronologie στα ελληνικά - χρονολογία, χρονολόγηση, χρονολογική σειρά, χρονολόγιο, χρονολογίας
Τυχαίες λέξεις
Peau στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, κρούστα, γδέρνω, τρίχωμα, προβιά, γούνα, κλίμακας, κόρα, ξύσμα, κέλυφος, κλιμάκωση, φλούδα, δέρμα, ξεφλουδίζω, καύκαλο, δερμάτινος, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα
Μεταφράσεις: καθαρίζω, κρούστα, γδέρνω, τρίχωμα, προβιά, γούνα, κλίμακας, κόρα, ξύσμα, κέλυφος, κλιμάκωση, φλούδα, δέρμα, ξεφλουδίζω, καύκαλο, δερμάτινος, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα