Anordnungsbefugnis στα ελληνικά

Μετάφραση: anordnungsbefugnis, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοδοσία, διευθέτηση, διάταξη, ρύθμιση, συμφωνία, ρύθμισης
Anordnungsbefugnis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anordnung στα ελληνικά - διαρρύθμιση, ρύθμιση, διάταξη, προσταγή, εντολή, κανονισμός, διακανονισμός, ...
  • anordnungen στα ελληνικά - ρυθμίσεις, διευθετήσεις, ρυθμίσεων, διακανονισμούς, καθεστώς
  • anorexie στα ελληνικά - ανορεξία, ανορεξίας, η ανορεξία, νευρική, την ανορεξία
  • anorganisch στα ελληνικά - μετάλλευμα, ανόργανος, ανόργανα, ανόργανο, ανόργανες, ανόργανων
Τυχαίες λέξεις
Anordnungsbefugnis στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, διευθέτηση, διάταξη, ρύθμιση, συμφωνία, ρύθμισης