Ausgleich στα ελληνικά

Μετάφραση: ausgleich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκέψη, ζυγαριά, σεβασμός, ισοζύγιο, αποζημίωση, συμψηφισμός, εξίσωση, ισορροπία, πλάστιγγα, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
Ausgleich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausgießen στα ελληνικά - βάζω, ρίχνω, χιμώ, χύστε, ρίχνουμε, χύσει, ρίξτε, ...
  • ausgießend στα ελληνικά - γεμάτος, βρίθει, σφύζει, teeming, στραγγίζουν
  • ausgleichbar στα ελληνικά - αντισταθμίζεται, αποζημιωθούν, αποζημιώνονται, αντισταθμίζονται, αποζημιωθεί
  • ausgleiche στα ελληνικά - αντισταθμίζει, αποζημιώνει
Τυχαίες λέξεις
Ausgleich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκέψη, ζυγαριά, σεβασμός, ισοζύγιο, αποζημίωση, συμψηφισμός, εξίσωση, ισορροπία, πλάστιγγα, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως