Eigenwillig στα ελληνικά
Μετάφραση: eigenwillig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτομο, ατομικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισματάρες, ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμονες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufmerksam στα ελληνικά - γνωστικός, σκοπός, προσεκτικός, πρόθεση, εξυπηρετικό, προσεκτικοί, προσοχή, ...
- bazillus στα ελληνικά - ζουζούνι, μαμούδι, μικρόβιο, βακτήριο, βακίλλος, βάκιλο, βάκιλος
- beliebt στα ελληνικά - λαϊκός, δημοφιλής, δημοφιλή, δημοφιλές, δημοφιλείς, λαϊκή
- dogmatisches στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
Τυχαίες λέξεις
Eigenwillig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτομο, ατομικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισματάρες, ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμονες
Μεταφράσεις: άτομο, ατομικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισματάρες, ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμονες