Handbetrieb στα ελληνικά

Μετάφραση: handbetrieb, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχειρίδιο, οδηγίες, χρήσης, εγχειριδίου, το εγχειρίδιο
Handbetrieb στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baguette στα ελληνικά - μπαγκέτα, μπαγκέτας, Κουφώματα, μπαγκέτες
  • balneologe στα ελληνικά - Balneologe
  • burgvogt στα ελληνικά - Burg, κωμόπολις
  • darbietung στα ελληνικά - πράξη, παράσταση, απόδοση, επίδοση, εκτέλεση, επιδόσεις
Τυχαίες λέξεις
Handbetrieb στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχειρίδιο, οδηγίες, χρήσης, εγχειριδίου, το εγχειρίδιο