Handfertigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: handfertigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγχονίζω, κυρτός, τέχνη, κολάι, χειροτεχνία, χειροτεχνίας, βιοτεχνίας, χειροτεχνήματα, βιοτεχνία
Μεταφράσεις
- angelte στα ελληνικά - αλιεύονται, αλιευθούν, αλιεύεται, αλιευθεί, αλιείας
- becherglas στα ελληνικά - κύπελλο, δοχείο, κούπα, ποτήρι ζέσεως, ποτήρι ζέσεως των
- begattend στα ελληνικά - συνουσίας, συνουσίας των
- bescheinigung στα ελληνικά - ράμφος, πιστοποιητικό, λογαριασμός, νομοσχέδιο, κατάθεση, μαρτυρία, πιστοποιητικού, ...
Τυχαίες λέξεις
Handfertigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγχονίζω, κυρτός, τέχνη, κολάι, χειροτεχνία, χειροτεχνίας, βιοτεχνίας, χειροτεχνήματα, βιοτεχνία
Μεταφράσεις: απαγχονίζω, κυρτός, τέχνη, κολάι, χειροτεχνία, χειροτεχνίας, βιοτεχνίας, χειροτεχνήματα, βιοτεχνία