Pfeife στα ελληνικά
Μετάφραση: pfeife, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυλός, πίπα, σωλήνας, σφυρίζω, σφυρίχτρα, σφύριγμα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgemacht στα ελληνικά - εγκαταστάθηκαν, πάγια, εγκαταστάθηκε, διευθετηθεί, διακανονίζονται
- bezwingend στα ελληνικά - αναγκάζοντας, συναρπαστικό, επιτακτικοί, επιτακτικούς, επιτακτική
- brunft στα ελληνικά - ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, αυλάκι, αποτελμάτωση, τέλμα, πεπατημένη, ...
- donna στα ελληνικά - Donna, Ντόνα, Το Donna, η Donna, την Donna
Τυχαίες λέξεις
Pfeife στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυλός, πίπα, σωλήνας, σφυρίζω, σφυρίχτρα, σφύριγμα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Μεταφράσεις: αυλός, πίπα, σωλήνας, σφυρίζω, σφυρίχτρα, σφύριγμα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα