Verbindlich στα ελληνικά
Μετάφραση: verbindlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέσιμο, δεσμευτικός, υποχρεωτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Μεταφράσεις
- abtrocknen στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
- akrobatische στα ελληνικά - ακροβατικός, ακροβατικά, ακροβατικές, ακροβατικό, ακροβατικού
- bassgeigen στα ελληνικά - μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου, bass
- beschichtung στα ελληνικά - στρώση, βουτώ, επένδυση, επικάλυψη, επικάλυψης, επίστρωση, επίστρωσης
Τυχαίες λέξεις
Verbindlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέσιμο, δεσμευτικός, υποχρεωτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Μεταφράσεις: δέσιμο, δεσμευτικός, υποχρεωτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς