Bosættelse στα ελληνικά
Μετάφραση: bosættelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παροικία, οικισμός, αποικία, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bort στα ελληνικά - μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, τα πόδια, λίγο έξω
- boss στα ελληνικά - κύριος, αφεντικό, ηγετικός, εργοδηγός, Boss, Το αφεντικό, αφεντικού, ...
- botanik στα ελληνικά - βοτανικός, Βοτανικό, Βοτανικοί, Βοτανικού, Botanical
- bouillon στα ελληνικά - ζωμός, ζωμό, ζωμού, το ζωμό, οπό
Τυχαίες λέξεις
Bosættelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παροικία, οικισμός, αποικία, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Μεταφράσεις: παροικία, οικισμός, αποικία, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό