Άδεια στα αγγλικά
Μετάφραση: άδεια, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
permission, furlough, permit, license, leave, authorization
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: άδεια
leave
- άδεια
- άδεια
- έγγραφος άδεια
- άδεια
- υπερβολική ελευθερία
- επαγγελματική άδεια
- υπερβολική ελευθερεία
- άδεια
- υπερβολική ελευθερία
- επαγγελματική άδεια
- υπερβολική ελευθερεία
- επίδομα
- χορήγηση
- άδεια
- παραδοχή
- συγκατάβαση
- παραχώρηση
- άδεια
Σχετικές λέξεις: άδεια
άδεια διαμονής, άδεια μητρότητας, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια χρήσης νερού, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια λεξικό γλώσσας αγγλικά, άδεια στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- άγρυπνος στα αγγλικά - alert, sleepless, awake, watchful, wakeful
- άγχος στα αγγλικά - stress, consternation, anguish, anxiety, anxious, stressful
- άδειος στα αγγλικά - vacant, empty
- άδικος στα αγγλικά - unjust, unrighteous, inequitable, unfair, unmerited
Τυχαίες λέξεις
Άδεια στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: permission, furlough, permit, license, leave, authorization
Μεταφράσεις: permission, furlough, permit, license, leave, authorization