Άοπλος στα αγγλικά

Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unarmed, weaponless, himself disarmed
Άοπλος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: άοπλος

unarmed
  • άοπλος
weaponless
  • άοπλος

Σχετικές λέξεις: άοπλος

άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας αγγλικά, άοπλος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • άξιος στα αγγλικά - meritorious, eligible, worthy, worth, deserving, capable, worthy of
  • άξονας στα αγγλικά - shaft, axle, axis, axis of
  • άπατος στα αγγλικά - bottomless, shortchange, deception, hoax, deceit, shark
  • άπαχος στα αγγλικά - lean
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: unarmed, weaponless, himself disarmed