Αδιάκοπος στα αγγλικά
Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
constant, unceasing, uninterrupted, continuous, pauseless
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αδιάκοπος
constant
- συνεχής
- σταθερός
- διαρκής
- αδιάκοπος
- πιστός
- άθραυστος
- δαμαστός
- αδιάκοπος
- αδάμαστος
- αδιάκοπος
- αδιάκοπος
- αδιάκοπος
- ακατάπαυστος
- συνεχής
- αδιάκοπος
- αδυσώπητος
- αδιάκοπος
- αδιάκοπος
Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος
αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας αγγλικά, αδιάκοπος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- αδιάβροχος στα αγγλικά - waterproof, weatherproof, impermeable, watertight, with waterproof
- αδιάθετος στα αγγλικά - unwell, indisposed, queer, ill, sick
- αδιάκριτος στα αγγλικά - tactless, inquisitive, snooper, indiscreet, indistinct, presuming, curious
- αδιάλλακτος στα αγγλικά - rigid, intransigent, unappeasable, irreconcilable, Jacobin, inexpiable
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: constant, unceasing, uninterrupted, continuous, pauseless
Μεταφράσεις: constant, unceasing, uninterrupted, continuous, pauseless