Αδυναμία στα αγγλικά

Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frailty, weakness, inability, shortcoming, failure, impossibility
Αδυναμία στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αδυναμία

foible
  • τρωτό
  • αδυναμία
  • ιδιορρυθμία
frailty
  • αδυναμία
  • αστάθεια
  • ασθενικότητα
languor
  • χαύνωση
  • ατονία
  • χαυνότης
  • αδυναμία
debility
  • αδυναμία
  • ατονία
  • εξασθένηση
delicacy
  • λεπτότητα
  • λιχουδιά
  • μεζές
  • λεπτότης
  • ευαισθησία
  • αδυναμία
puniness
  • μικρότης
  • μικρότητα
  • αδυναμία
  • ασθένεια
weakness
  • αδυναμία
  • ατονία
frailness
  • αδυναμία
  • αστάθεια
inability
  • αδυναμία
  • ανικανότητα
  • ανικανότης
  • αδύνατο
infirmity
  • αναπηρία
  • αδυναμία
  • ασθένεια
feebleness
  • αδυναμία
flabbiness
  • χαυνότητα
  • πλαδαρότης
  • πλαδαρότητα
  • χαυνότης
  • αδυναμία
  • χαλαρότητα
weakliness
  • ασθενικότης
  • ασθενικότητα
  • αδυναμία
shortcoming
  • έλλειψη
  • αδυναμία
  • ατέλεια

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας αγγλικά, αδυναμία στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αδρανής στα αγγλικά - idle, inert, inactive, dormant, an inert
  • αδρός στα αγγλικά - profuse, coarse
  • αδυνατίζω στα αγγλικά - slim, debilitate, tabefy, pine, depress, weaken
  • αδύναμος στα αγγλικά - frail, feeble, weak, powerless, weaker, weakest
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: frailty, weakness, inability, shortcoming, failure, impossibility