Αθροιστικός στα αγγλικά

Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cumulative, accumulative, aggregate, summation
Αθροιστικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αθροιστικός

adding
  • αθροιστικός
  • αθροιζών

Σχετικές λέξεις: αθροιστικός

αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, αθροιστικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αθλητικά στα αγγλικά - athletics, sports, athletic, sport, sportswear, sporting
  • αθλητικός στα αγγλικά - athletic, sporting, sports, is Athletic, Sport
  • αθωότητα στα αγγλικά - innocence, innocence of, innocent
  • αθωώνω στα αγγλικά - acquit, exculpate, absolve, exonerate
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: cumulative, accumulative, aggregate, summation