Ακολασία στα αγγλικά
Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
debauchery, profligacy, licentiousness, promiscuity, wantonness, lewdness, debauch
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ακολασία
orgy
- όργιο
- ακολασία
- ακολασία
- όργιο
- λαγνεία
- ασέλγεια
- ακολασία
- ακολασία
- ασωτία
- ακολασία
- κομψότης
- κομψότητα
- ακολασία
- λαγνεία
- ασέλγεια
- φαυλότης
- φαυλότητα
- παραλυσία
- ακολασία
- διάλυση
- ακολασία
- μίξη άνευ διακρίσεως
- ακολασία
- ανηθικότης
- ανηθικότητα
Σχετικές λέξεις: ακολασία
ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας αγγλικά, ακολασία στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ακοή στα αγγλικά - hearing, ears, auditory, ear
- ακοινώνητος στα αγγλικά - unsociable, unsocial, shy
- ακολουθία στα αγγλικά - following, suite, escort, retinue, entourage, sequence, sequence of, ...
- ακολουθώ στα αγγλικά - follow, accompany, pursue, I follow
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: debauchery, profligacy, licentiousness, promiscuity, wantonness, lewdness, debauch
Μεταφράσεις: debauchery, profligacy, licentiousness, promiscuity, wantonness, lewdness, debauch