Ακουστική στα αγγλικά

Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acoustics, acoustic, audio, audible, aural
Ακουστική στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ακουστική

acoustics
  • ακουστική

Σχετικές λέξεις: ακουστική

ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας αγγλικά, ακουστική στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ακονίζω στα αγγλικά - sharpen, strop, whet, hone, grind
  • ακουμπώ στα αγγλικά - lean, touch, abut
  • ακουστικός στα αγγλικά - acoustic, aural, audio, auditory, audible, acoustical
  • ακούσιος στα αγγλικά - involuntary, unintentional, unintended, loath, unwilling
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: acoustics, acoustic, audio, audible, aural