Ανάρρωση στα αγγλικά

Μετάφραση: ανάρρωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recovery, convalescence, recuperation, recovery of, recover
Ανάρρωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ανάρρωση

recovery
  • ανάκτηση
  • ανάρρωση
  • ανόρθωση
recuperation
  • ανάρρωση
convalescence
  • ανάρρωση

Σχετικές λέξεις: ανάρρωση

ανάρρωση από λαπαροσκόπηση, ανάρρωση από υστερεκτομή, ανάρρωση από ίωση, ανάρρωση μετά από υστερεκτομή, ανάρρωση από πνευμονία, ανάρρωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, ανάρρωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ανάπτυξη στα αγγλικά - development, growth, deployment, development of, developing
  • ανάρμοστος στα αγγλικά - improper, unbefitting, unbecoming, inept, incongruous
  • ανάρτηση στα αγγλικά - suspension, post, Submit a want, posting, post a
  • ανάσα στα αγγλικά - breath, breathing, breath of, breath away, breathtaking
Τυχαίες λέξεις
Ανάρρωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: recovery, convalescence, recuperation, recovery of, recover