Αναστολή στα αγγλικά

Μετάφραση: αναστολή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suspension, reprieve, inhibition, suspended, suspending, suspend
Αναστολή στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αναστολή

respite
  • αναβολή
  • διακοπή
  • αναστολή
  • ανακοπή
  • ανάπαυση
abeyance
  • αναστολή
  • εκκρεμότητα
  • αναβολή
  • απροσέλευστος
  • εκρεμότητα
  • εκκρεμότης
abortion
  • άμβλωση
  • έκτρωση
  • αποβολή
  • έκτρωμα
  • εξάμβλωμα
  • αναστολή

Σχετικές λέξεις: αναστολή

αναστολή προθεσμιών λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών 2014, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών 2014, αναστολή λεξικό γλώσσας αγγλικά, αναστολή στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αναστεναγμός στα αγγλικά - sigh, suspiration, sigh of, a sigh, sighing
  • αναστηλώνω στα αγγλικά - raise, restore, erect, restored, reconstructed, restores, being restored, ...
  • αναστροφή στα αγγλικά - inversion, reversal, reverse, reversing, reversal of
  • ανασυγκρότηση στα αγγλικά - reconstruction, conversion, rebuilding, rehabilitation, restructuring
Τυχαίες λέξεις
Αναστολή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: suspension, reprieve, inhibition, suspended, suspending, suspend