Ανεκτικός στα αγγλικά

Μετάφραση: ανεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
broadminded, tolerant, permissive, tolerant of
Ανεκτικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ανεκτικός

tolerant
  • ανεκτικός
  • ανεξίθρησκος
broadminded
  • ανεκτικός
  • φιλελεύθερος

Σχετικές λέξεις: ανεκτικός

ανεκτικός στα αγγλικά, ανεκτικός αγγλικά, ανεκτικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, ανεκτικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ανειλικρινής στα αγγλικά - insincere, disingenuous, shifty, lip, dishonest
  • ανεκτίμητος στα αγγλικά - priceless, invaluable, inestimable, an invaluable, a priceless
  • ανεκτικότητα στα αγγλικά - tolerance, toleration, permissiveness, tolerability, tolerability of
  • ανεκτός στα αγγλικά - tolerable, supportable, bearable, permissible, tolerated
Τυχαίες λέξεις
Ανεκτικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: broadminded, tolerant, permissive, tolerant of