Ανελέητος στα αγγλικά
Μετάφραση: ανελέητος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grim, ruthless, unforgiving, pitiless, merciless, relentless
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ανελέητος
pitiless
- ανελέητος
- ανηλεής
- άσπλαχνος
- ανελέητος
- μη συγχωρών
Σχετικές λέξεις: ανελέητος
ανελέητος λεξικο, ανελέητος σημασία, ανελέητος συνώνυμα, ανελέητος συνώνυμο, ανελέητος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ανελέητος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ανεκτικότητα στα αγγλικά - tolerance, toleration, permissiveness, tolerability, tolerability of
- ανεκτός στα αγγλικά - tolerable, supportable, bearable, permissible, tolerated
- ανεμιστήρας στα αγγλικά - fan, fan is, blower, Ventilator, air fan
- ανεμοδαρμένος στα αγγλικά - bleak, windswept, weather beaten, adrift, the windswept, storm beaten
Τυχαίες λέξεις
Ανελέητος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: grim, ruthless, unforgiving, pitiless, merciless, relentless
Μεταφράσεις: grim, ruthless, unforgiving, pitiless, merciless, relentless