Ανεπηρέαστος στα αγγλικά
Μετάφραση: ανεπηρέαστος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insensitive, unaffected, uninfluenced, insusceptible, unswayed, unprejudiced
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ανεπηρέαστος
unswayed
- ανεπηρέαστος
- ανεπιτήδευτος
- ανεπηρέαστος
- απροσποίητος
- ανεπηρέαστος
- απροκατάληπτος
- ανεπηρέαστος
- απροκάλυπτος
- ανεπηρέαστος
- ανεπίδεκτος
Σχετικές λέξεις: ανεπηρέαστος
ανεπηρέαστος συνώνυμα, ανεπηρέαστος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ανεπηρέαστος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ανεπάρκεια στα αγγλικά - insufficiency, shortage, inadequacy, inefficiency, failure
- ανεπίσημος στα αγγλικά - informal, casual, unofficial, an informal, an unofficial
- ανεπιθύμητος στα αγγλικά - undesirable, unwanted, unwelcome, undesired, unwished
- ανεργία στα αγγλικά - unemployment, unemployed, unemployment is, unemployment rate
Τυχαίες λέξεις
Ανεπηρέαστος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: insensitive, unaffected, uninfluenced, insusceptible, unswayed, unprejudiced
Μεταφράσεις: insensitive, unaffected, uninfluenced, insusceptible, unswayed, unprejudiced