Ανύψωση στα αγγλικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elevation, raising, lifting, lift, uplift
Ανύψωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ανύψωση

lift
  • ανελκυστήρας
  • ασανσέρ
  • ανύψωση
  • ύψωση
  • σήκωμα
  • βοήθεια
heave
  • ανύψωση
  • αγών
  • αγώνας
  • ύψωση
uplift
  • ανύψωση
  • αναμόρφωση
lifting
  • άρση
  • ανύψωση
  • μόχλευση
elevation
  • υψόμετρο
  • ανύψωση
  • ύψωμα
  • ύψωση

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, ανύψωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα αγγλικά - senseless, nonsensical, fool, foolish, goofy, silly, idiot
  • ανύπαντρος στα αγγλικά - single, unmarried
  • ανώδυνος στα αγγλικά - painless, anodyne, a painless
  • ανώμαλα στα αγγλικά - irregularly, abnormally, abnormal, rough, anomalous, irregular
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: elevation, raising, lifting, lift, uplift