Αξιωματικός στα αγγλικά

Μετάφραση: αξιωματικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
official, axiomatic, officer, officer in, an officer, officer of
Αξιωματικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αξιωματικός

axiomatic
  • αναμφισβήτητος
  • αυταπόδεικτος
  • αξιωματικός
axiomatical
  • αναμφισβήτητος
  • αυταπόδεικτος
  • αξιωματικός

Σχετικές λέξεις: αξιωματικός

αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, αξιωματικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αξιοσημείωτα στα αγγλικά - noteworthy, remarkably, remarkable, markedly, noticeably
  • αξιοσημείωτος στα αγγλικά - noticeable, remarkable, appreciable, notable, noteworthy, considerable
  • αξιόλογος στα αγγλικά - substantial, considerable, notable, meritorious, remarkable, appreciable, worthy
  • αξιόπιστος στα αγγλικά - dependable, reliable, trustworthy, credible, trustable
Τυχαίες λέξεις
Αξιωματικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: official, axiomatic, officer, officer in, an officer, officer of